- λιγδιάζω
- λιγδιάζω, λίγδιασα, λιγδιασμένος βλ. πίν. 35
και πρβλ. λιγδώνω
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
λιγδιάζω — 1. ρυπαίνομαι με λιπώδεις κηλίδες, κηλιδώνομαι με λίγδες («λίγδιασε το φόρεμά σου») 2. λερώνω κάτι με λίγδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίγδα] … Dictionary of Greek
λιγδιάζω — λίγδιασα, λιγδιάστηκα, λιγδιασμένος, λερώνω με λίγδα, λιγδώνω: Τα χέρια μου λιγδιάστηκαν από το βούτυρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γλιδιάζω — και λιγδιάζω 1. λερώνω, βρομίζω κάτι 2. λερώνομαι («γλίδιασαν τα ρούχα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λιγδιάζω] … Dictionary of Greek
αλίγδιαστος — η, ο [λιγδιάζω] αυτός που δεν λίγδιασε, δεν βρομίστηκε, αλίγδωτος, καθαρός … Dictionary of Greek
γαριάζω — και γαρίζω (Μ γαρίζω) 1. λερώνω, λιγδιάζω («τό γάριασες το πουκάμισο») 2. (αμτβ., για ενδύματα κυρίως λευκά) παίρνω χρώμα κιτρινωπό από το κακό πλύσιμο, γανιάζω 3. μελανιάζω απ το κλάμα, γανιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γαριάζω < γάρος ή < γαριά και… … Dictionary of Greek
λίγδιασμα — το [λιγδιάζω] λίγδωμα … Dictionary of Greek
λιγδώνω — [λίγδα] (μτβ. και αμτβ.) ρυπαίνω ή ρυπαίνομαι με λίγδες, λερώνω, λιγδιάζω … Dictionary of Greek
πινιάζω — Ν (για μαλλιά, τρίχες) λιγδιάζω, λερώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίνος «ακαθαρσία, λίγδα» + κατάλ. ιάζω (πρβλ. λιγδ ιάζω)] … Dictionary of Greek
γαριάζω — γάριασα, γαριασμένος 1. κιτρινίζω από κακό πλύσιμο. 2. λιγδιάζω: Μόλις το φόρεσες το πουκάμισο και το γάριασες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λιγδώνω — λίγδωσα, λιγδώθηκα, λιγδωμένος, λερώνω με λίγδα, λιγδιάζω: Η φόρμα εργασίας του ήταν συνέχεια λιγδωμένη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)